- αγελαδάρης
- οβοσκός αγελάδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + παραγ. κατάληξη -άρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
αγελάρης — ο (Μ ἀγελάριος) ο αγελαδάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη. ΠΑΡ. νεοελλ. αγελαρούδι] … Dictionary of Greek
αγελαδοβοσκός — και γελαδοβοσκός, ο βοσκός αγελάδων, αγελαδάρης … Dictionary of Greek
αγεληλάτης — και αγελολάτης και αγελαλάτης, ο αυτός που οδηγεί αγέλη, αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη + ἐλάτης (= αυτός που οδηγεί < ἐλαύνω. Το ο στον γ΄ τύπο από αφομοίωση] … Dictionary of Greek
γελαδάρης — ο (θηλ. ρισσα, η) ο βουκόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελαδάρης] … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ενδελέχιος — (τέλη 4ου αι. – αρχές 5ου αι. μ.Χ.). Ρωμαίος χριστιανός ποιητής και δάσκαλος της ρητορικής. Έγραψε στα λατινικά το βουκολικό ειδύλλιο De mortibus boum, που αποτελείται από 33 στροφές. Σε αυτό, ένας αγελαδάρης πείθει δύο φίλους του να ασπαστούν τη … Dictionary of Greek